Πανεπιστήμιο Πειραιά, Τμήμα Πληροφορικής - Π.Μ.Σ. Ψηφιακός Πολιτισμός, Έξυπνες Πόλεις, ΙοΤ και Προηγμένες Ψηφιακές Τεχνολογίες, Παγκόσμιος ιστός και Διαχείριση Ψηφιακών Συλλογών
Οι Γαβριάδες
Από τα μέσα του 19ου αιώνα, το λιμάνι του Πειραιά μετατράπηκε σταδιακά σε πόλο έλξης για όσους αναζητούσαν εργασία. Όμως, ταυτόχρονα, έγινε σκηνικό μιας άλλης, σκληρότερης πραγματικότητας: της παιδικής εγκατάλειψης και εκμετάλλευσης. Παιδιά άστεγα, συχνά ορφανά ή εγκαταλελειμμένα, ζούσαν πρόχειρα μέσα σε κασόνια, βάρκες ή στις αποβάθρες, αποτελώντας αναπόσπαστο μέρος της καθημερινής εικόνας του λιμανιού.
Αυτά τα παιδιά πήραν το προσωνύμιο “Γαβριάδες” του Πειραιά, εμπνευσμένο από τον μικρό ήρωα του Βίκτωρα Ουγκώ στο έργο Οι Άθλιοι. Η φιγούρα αυτή ταίριαξε απόλυτα με τα παιδιά του λιμανιού: φτωχά, ανθεκτικά, εύστροφα, αλλά και εκτεθειμένα σε κάθε μορφή κακομεταχείρισης.
Ο αριθμός των παιδιών που βρέθηκαν να ζουν στους δρόμους αυξανόταν σταθερά με το πέρασμα του χρόνου, προκαλώντας σοβαρές κοινωνικές ανησυχίες. Ιδρύματα όπως το Ζάννειο Ορφανοτροφείο Αρρένων προσπάθησαν, στο μέτρο του δυνατού, να καλύψουν τις ανάγκες αυτών των παιδιών και να προσφέρουν κάποια υποστήριξη. Παρ’ όλα αυτά, δεν ήταν λίγα τα παιδιά που εγκατέλειπαν τα Ιδρύματα, συνήθως κατευθυνόμενα προς το λιμάνι, αναζητώντας ελευθερία ή καλύτερες ευκαιρίες.
Η κατάσταση επιδεινώθηκε ιδιαίτερα μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή το 1922, όταν χιλιάδες πρόσφυγες από τη Σμύρνη και την ευρύτερη περιοχή της Μικράς Ασίας κατέφυγαν στον Πειραιά. Ανάμεσά τους υπήρχαν και πολλά ασυνόδευτα παιδιά ή παιδιά που είχαν χάσει τους γονείς τους είτε στον πόλεμο είτε στη διάρκεια της προσφυγικής πορείας. Ταυτόχρονα, ο συνεχής εσωτερικός μεταναστευτικός ρεύμα προς τον Πειραιά, κυρίως από φτωχότερες περιοχές της χώρας, σε αναζήτηση εργασίας, αύξανε ακόμη περισσότερο τον αριθμό των παιδιών που έμεναν χωρίς σταθερό οικογενειακό περιβάλλον ή φροντίδα.
Το λιμάνι του Πειραιά αποτέλεσε για πολλά παιδιά ένα καταφύγιο και ταυτόχρονα έναν σκληρό τόπο βιοπάλης. Εκεί έβρισκαν ευκαιρίες για να δουλέψουν, να εξασφαλίσουν λίγο φαγητό, μια γωνιά για να ξεκουραστούν, και –όσο τους επέτρεπαν οι συνθήκες– να παίξουν μαζί με άλλα παιδιά. Πολλά απασχολούνταν ως λούστροι ή μικροπωλητές, πουλώντας κουλούρια, παστέλια και διάφορα άλλα προϊόντα στους περαστικούς. Δυστυχώς, δεν ήταν λίγοι εκείνοι που κατέληγαν να ζητιανεύουν ή να παρασύρονται σε μικροκλοπές για να επιβιώσουν.
Τα γνωστά «χαμίνια του λιμανιού», οι μικροί «Γαβριάδες», ήταν η ενσάρκωση μιας τραγικής παιδικής καθημερινότητας. Παιδιά παρατημένα στην τύχη τους, περιφέρονταν στις αποβάθρες, συχνά κρατώντας στην αγκαλιά τα μικρότερα αδέρφια τους, αναζητώντας ένα κομμάτι ψωμί και λίγη φροντίδα. Αν και παρόμοιες εικόνες συναντούσε κανείς και σε άλλες μεγαλουπόλεις όπως η Αθήνα, στον Πειραιά το φαινόμενο είχε πάρει πολύ μεγαλύτερες διαστάσεις. Οι Γαβριάδες του Πειραιά ταυτίστηκαν τόσο με το λιμάνι, ώστε έγιναν αναπόσπαστο κομμάτι της εικόνας και της ταυτότητάς του.
Βρεφοδόχος: Τα πρώτα βήματα στην εγκατάλειψη
Δυστυχισμένες γυναίκες, χτυπημένες από τη φτώχεια, συχνά έπεφταν θύματα εκμετάλλευσης λόγω της δεινής τους κατάστασης από άντρες της εποχής. Όσες από αυτές έμεναν έγκυες, αναγκάζονταν να εγκαταλείψουν τα νεογέννητα παιδιά τους, καθώς δεν είχαν τη δυνατότητα να τα προστατεύσουν ή να τα συντηρήσουν. Μια προσπάθεια για την αντιμετώπιση του φαινομένου της εγκατάλειψης των βρεφών ήταν οι λεγόμενοι βρεφοδόχοι. Μετά τον τοκετό, οι λεχώνες σηκώνονταν κρυφά από το κρεβάτι του νοσοκομείου και εγκατέλειπαν το μωρό τους είτε μέσα στους βρεφοδόχους είτε έξω από τα σπίτια εύπορων οικογενειών.
Ήταν πια σύνηθες φαινόμενο της εποχής να εντοπίζονται βρέφη στα πεζοδρόμια από περαστικούς. Ορισμένες οικογένειες τα κρατούσαν και τα ανέθρεφαν, ενώ άλλες τα παρέδιδαν στα εκάστοτε δημοτικά βρεφοκομεία. Από τα βρεφοκομεία, τα παιδιά περνούσαν στα ορφανοτροφεία και, σε αρκετές περιπτώσεις, κατέληγαν και πάλι στον δρόμο. Αυτό ήταν το μονοπάτι πολλών ορφανών της εποχής: όταν έφταναν σε μεγαλύτερη ηλικία, είτε δραπέτευαν από τα ιδρύματα είτε τα ίδια τα ιδρύματα τα άφηναν ελεύθερα. Έτσι, τα παιδιά κατέληγαν συνήθως σε φτωχογειτονιές, με καθημερινές εξορμήσεις στο λιμάνι του Πειραιά, αναζητώντας τρόπους για να επιβιώσουν.
Η καθημερινότητα των Γαβριάδων
Το λιμάνι πρόσφερε καταφύγιο αλλά και ευκαιρίες για επιβίωση. Τα παιδιά δούλευαν ως λούστροι, μικροπωλητές ή μπακαλόγατοι, πουλώντας κουλούρια, παστέλια και ό,τι άλλο μπορούσε να τους αποφέρει λίγες δραχμές. Άλλα ζητιάνευαν ή κατέληγαν στην κλοπή, σε συμμορίες ή ομάδες περιθωριακές, όπου η παιδική ηλικία τους γινόταν εργαλείο εκμετάλλευσης.
Κυκλοφορούσαν ξυπόλητα, με φθαρμένα ρούχα και πρόσωπα καλυμμένα από τη σκόνη και το κάρβουνο. Οι “καρβουνιάρηδες”, οι βαρκάρηδες, οι γεμιτζήδες και οι αχθοφόροι ήταν η καθημερινή τους παρέα.
Η παιδική εργασία κατείχε την πρώτη θέση στον Πειραιά. Το λιμάνι αποτελούσε βασικό εμπορικό κέντρο εκείνη την εποχή, με πολλές βιοτεχνίες και εργοστάσια που είχαν ανάγκη από εργάτες ,ανάγκες που συχνά καλύπτονταν από παιδιά.
Ο αριθμός των παιδιών, ή τα μικρά “Χαμίνια“ όπως αλλιώς τα αποκαλούσαν, είχε φτάσει σε τέτοιο σημείο, ώστε οι ταξιδιώτες που έφταναν στο λιμάνι του Πειραιά τα θεωρούσαν πλέον μέρος της τοπογραφίας του λιμανιού· ένα “αναγκαίο κακό” για το οποίο δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα. Αυτά ήταν τα “Παιδιά του Πειραιά” στην πραγματική ζωή, πολύ πριν γίνουν τραγούδι και ταινία.
Και φυσικά, όταν τα παιδιά αυτά δεν έβρισκαν νόμιμη εργασία, “επιστρατεύονταν” για να παίξουν κάποιο ρόλο σε μία από τις πολυάριθμες ομάδες του περιθωρίου, που δεν έχαναν ευκαιρία να τα εκμεταλλευτούν. Οι δουλειές του “ποδαριού” απαιτούσαν γρηγοράδα, ευκινησία και πρόδηλη αθωότητα, χαρακτηριστικά που διέθεταν τα παιδιά. Τα παιδιά της Πλατείας Καραϊσκάκη και του Τζελέπη ήταν πιο εκτεθειμένα στην ανομία, καθώς εκεί σύχναζαν οι “περίεργοι” του λιμανιού. Όπου πολύς κόσμος, κι οι ευκαιρίες…
Μεγάλος αριθμός αυτών των παιδιών εργαζόταν στα δεξιά του λιμανιού, όπως το κοιτάζει ο επισκέπτης, προς του Ξαβέρη, στα καρνάγια. Άλλα δούλευαν στα Καρβουνιάρικα, κατάμαυρα από τη σκόνη, ήταν εύκολο να τα ξεχωρίσεις.
Άλλα παιδιά εργάζονταν έξω από το λιμάνι, σε εργοστάσια και βιοτεχνίες. Τα πιο τυχερά γίνονταν μπακαλόγατοι. Εκτός από τα τελευταία, όλα τα υπόλοιπα είχαν κοινά χαρακτηριστικά: περιφέρονταν με βρόμικα ή σκισμένα ρούχα, ξυπόλητα, χλωμά, κακομοιριασμένα.
Τα ορφανά κορίτσια συνήθως κατέληγαν εργάτριες σε υφαντουργεία, μοδίστρες ή υπηρέτριες σε σπίτια εύπορων οικογενειών.
Η κοινωνική παρέμβαση
Παρά τις αντίξοες συνθήκες, οργανισμοί και ιδρύματα προσπάθησαν να προσφέρουν ανακούφιση. Η Λέσχη του Εργαζόμενου Παιδιού πρόσφερε στέγη, φαγητό και κυριακάτικη ξεγνοιασιά. Εκεί ξεκίνησε και το σύνθημα “Ποτέ την Κυριακή!” που το καθιέρωσαν ως υπενθύμιση για όλα τα παιδιά πως ακόμη και στον δύσκολο αγώνα για επιβίωση ο κάθε άνθρωπος πρέπει να αφιερώνει και μία μέρα ανάπαυσης. Τα απογεύματα, πολλά από αυτά φοιτούσαν σε μαθήματα, ενισχύοντας τις πιθανότητες να ξεφύγουν από τον φαύλο κύκλο της φτώχειας.
Το 1934, η Λαίδη Κρόσφιλντ ίδρυσε την “Παιδική Στέγη” στον Πειραιά, και συγκεκριμένα στον τότε Δήμο Αγίου Γεωργίου (το γνωστό σε όλους μας Κερατσίνι). Η Παιδική Στέγη πρόσφερε φροντίδα στα παιδιά που περιφέρονταν στο δρόμο, τροφή και ψυχαγωγία. Σημαντική ήταν και η προσφορά της Κικής Παπαστράτου, η οποία είχε αναλάβει την διαχείριση αυτής της προσφάθειας. Η δράση της Λέσχης εξαπλώθηκε ιδιαίτερα γειτονικές περιοχές του Πειραιά όπως τα Ταμπούρια και η Δραπετσώνας.
Υπήρξαν πολλές προσπάθειες από αρκετά ακόμα ιδρύματα της εποχής όπως το Ζάννειο Ίδρυμα το οποίο, πέρα από στέγαση και περίθαλψη, πρόσφερε υψηλής ποιότητας εκπαίδευση και επαγγελματική κατάρτιση για την κοινωνική ένταξη των παιδιών. Παράλληλα με τη δράση αυτών των οργανισμών, ένα σύνολο φορέων φρόντιζε για τη παροχή συσσιτίων και αντίστοιχων δράσεων για τη φροντίδα των παιδιών και των απόρων της περιοχής.
Από το περιθώριο στην ένταξη
Καθώς οι συνθήκες άλλαζαν και η κοινωνία ωρίμαζε, αρκετοί από τους μικρούς Γαβριάδες σιγά σιγά εντάχθηκαν στο σύστημα. Πολλοί φοίτησαν σε νυχτερινές σχολές, εργάστηκαν ως τεχνίτες, μηχανικοί, ακόμη και ναυτικοί. Είχαν ανεπτυγμένο το αίσθημα της αλληλεγγύης και ευαισθησίες που γεννήθηκαν μέσα από τις σκληρές εμπειρίες τους.
Παρότι κάποιοι κατέληξαν στην παρανομία, για πολλούς η παιδική φτώχεια έγινε κίνητρο για κοινωνική άνοδο.
Ευεργέτες από τις τάξεις τους
Ορισμένα από τα παιδιά αυτά, κατάφεραν να αναδυθούν και να γίνουν σπουδαίοι επαγγελματίες. Δεν ξέχασαν ποτέ, όμως, τη σκληρή παιδική τους ζωή. Ένα εμβληματικό παράδειγμα αποτελεί ο Κωνσταντίνος Μπάκαλας, πρώην Γαβριάς, που αργότερα ίδρυσε το Πατριωτικό Ίδρυμα Πειραιά και προσέφερε κατασκηνώσεις, στέγαση και φροντίδα για εκατοντάδες παιδιά.
Στο πλευρό των παιδιών στάθηκε και η Αθηνά Δηλαβέρη, η οποία στήριξε καθημερινά τα μαθητικά συσσίτια με χιλιάδες γεύματα.
Τα παιδιά του Πειραιά στην σύγχρονη κουλτούρα
Η εμβληματική μορφή των Γαβριάδων αποτέλεσε βασικό θέμα στην προπολεμική λογοτεχνία, στον Τύπο και τα χρονογραφήματα. Αργότερα, πέρασαν στη συλλογική μνήμη μέσα από την τέχνη: τραγούδια, ταινίες, ιστορίες. Χαρακτηριστική η ταινία Ποτέ την Κυριακή, με τη Μελίνα Μερκούρη και τη μουσική του Μάνου Χατζιδάκι, που έκανε τη φράση “Τα Παιδιά του Πειραιά” γνωστή παγκοσμίως.
Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο όρος “Γαβριάς” χάθηκε καθώς η φτώχεια έγινε καθολική και η εξαθλίωση αφορούσε πλέον όλους, ανεξαρτήτως ηλικίας. Έτσι, η μνήμη των Γαβριάδων έμεινε ζωντανή μόνο στις αφηγήσεις των παλιών Πειραιωτών.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο όρος “Γαύρος”, γνωστός σήμερα από την ποδοσφαιρική ομάδα του Ολυμπιακού, δεν σχετίζεται με το ψάρι, αλλά με τους μικρούς Γαβριάδες.